- σοκολατένιος
- και τσοκολατένιος, -α, -ο, Ν1. παρασκευασμένος από σοκολάτα2. αυτός που έχει το χρώμα τής σοκολάτας, σοκολατής3. φρ. «σοκολατένιος στρατιώτης» — στρατιώτης ο οποίος κατά τον πόλεμο παραμένει στα γραφεία τών μετόπισθεν, άμαχος, αλλ. κουραμπιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοκολάτα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρ-ένιος)].
Dictionary of Greek. 2013.